- σαρκοκάρπιο(ν)
- το мякоть (плода)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαρκοκάρπιο — το, Ν το μεσοκάρπιο τών δρυπών και άλλων καρπών, στους οποίους αυτό είναι σαρκώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sarcocarp (< σάρξ, σαρκός + καρπός). Η λ., στον λόγιο τ. σαρκοκάρπιον, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek